- φανάρι
- I
Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του οποίου εκτεινόταν το τμήμα Διπλοφάναρο της συνοικίας. Μετά την Άλωση, ο Μωάμεθ ο Πολιορκητής παραχώρησε στους Έλληνες τη συνοικία αυτή, όπου στεγάστηκε το πατριαρχείο – αρχικά στον ναό των Αγίων Αποστόλων (1453-56), μετά στη γυναικεία μονή της Παμμακάριστου (1456-1586), αργότερα στον ναό του Βλαχ-Σεράγιου (1586-97)· από εκεί μεταφέρθηκε στον ναό του Aγίου Δημητρίου του Κανάβη (1597-1603) και οριστικά εγκαταστάθηκε στον ναό του Aγίου Γεωργίου στο Φανάρι (1603). Εκεί συγκεντρώθηκαν ο ανώτατος κλήρος της ορθόδοξης Εκκλησίας, οι γέροντες αρχιερείς και επιφανείς οικογένειες Ελλήνων. Από τα μέσα του 17oυ αι. το Φ. έγινε θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο του ελληνισμού, οι δε Φαναριώτες κατόρθωσαν να διαφυλάξουν τα προνόμια του πατριαρχείου και να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Τουρκίας. Το οίκημα του πατριαρχείου πήρε την τελική του μορφή το 1879, στα χρόνια του πατριάρχη Ιωακείμ Γ’. Το ξύλινο κεντρικό μέγαρο καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1941 και αναστηλώθηκε με έρανο μετά από μια δεκαπενταετία. Τον Σεπτέμβριο του 1989, με δαπάνες του βιομηχάνου Π. Αγγελόπουλου, ολοκληρώθηκαν οι εργασίες ολοσχερούς ανακαίνισης του κτιρίου του πατριαρχείου και έγιναν τα εγκαίνια με επίσημη πανηγυρική τελετή, στην οποία η ελληνική πολιτεία εκπροσωπήθηκε με ευρύτατη συμμετοχή. Στο Φ. υπάρχει και ο βυζαντινός ναός της Παναγίας των Μογγολίων (1261), γνωστός ως Παναγία η Μουχλιώτισσα ή Μουχλιό, καθώς και η μεγαλόπρεπη Μεγάλη του Γένους Σχολή και το Ιωακείμειο Παρθεναγωγείο. Το Φ. άρχισε να παρακμάζει από τα μέσα του 19ου αι., εξαιτίας της μεταφοράς του κοινωνικού έργου του πατριαρχείου στον Κεράτιο, παρέμεινε όμως θρησκευτικό κέντρο. Πολλοί από τους κατοίκους του μετακόμισαν στη συνοικία Πέραν στα τέλη του 19ου αι. και μετά το 1923 η συνοικία Φ. έχασε εντελώς τον καθαρά ελληνικό χαρακτήρα της, εξαιτίας της εκεί εγκατάστασης πολλών τουρκικών οικογενειών.Φαναριώτες. Συμβατικός όρος με τον οποίο δηλώνεται η μικρή σχετικά, αλλά ισχυρή κοινωνικά και οικονομικά τάξη των Ελλήνων αξιωματούχων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που συνήθως κατοικούσαν στο Φ. Ήδη από τις αρχές του 17ου αι. η φτωχική εκείνη έδρα του πατριαρχείου άρχισε να περιβάλλεται από πολυτελείς κατοικίες των λεγομένων «αρχόντων του ημετέρου Γένους», που από τα πρώτα χρόνια μετά την Άλωση είχαν αναπτύξει στενή κοινωνική, οικονομική και πνευματική αλληλεξάρτηση με το πατριαρχείο. Οι άρχοντες αυτοί αποτελούσαν τον πρώτο (και μοναδικό ίσως έως τα μέσα του 16ου αι.) αστικό πυρήνα της νεοελληνικής κοινωνίας και ασκούσαν σημαντική επιρροή (κάποτε μέχρι καταδυνάστευσης) στο πατριαρχείο και έμμεσα σε ολόκληρο το γένος. Συνήθως ήταν έμποροι ή προμηθευτές (τροφίμων, υφασμάτων, γουναρικών, κοσμημάτων) της σουλτανικής αυλής και του οθωμανικού στρατού ή συνηθέστερα ενοικιαστές φόρων. Καταβάλλοντας δηλαδή ένα χρηματικό ποσό στην Υψηλή Πύλη, έπαιρναν από αυτήν το δικαίωμα να εισπράξουν για λογαριασμό τους πια τους φόρους μιας περιοχής ή ενός λιμενικού ή συνοριακού τελωνείου, να ασκήσουν κάποιο μονοπώλιο ή να εκμεταλλευτούν ένα ορυχείο, μια αλυκή κλπ. Στόχος τους φυσικά ήταν να πάρουν πίσω στο πολλαπλάσιο το κεφάλαιο που είχαν καταβάλει στους Τούρκους ως ενοίκιο. Έτσι, πολλοί από τους άρχοντες αυτούς έκαναν τεράστιες περιουσίες, συνήθως χάρη στο επιχειρηματικό τους δαιμόνιο, συχνά όμως και χάρη στην εύνοια βεζίρηδων και πασάδων (εύνοια που εξασφαλιζόταν με γενναίες δωροδοκίες) ή, τέλος, χάρη στις μεθόδους ανελέητης εκμετάλλευσης ραγιάδων που υπόκεινταν στην εξουσία τους.Από τον κοινωνικό και οικονομικό αυτό κύκλο προήλθαν οι πρώτες καθαυτό φαναριώτικες οικογένειες: οι Καντακουζηνοί (επίγονοι πιθανόν της βυζαντινής βασιλικής οικογένειας), οι Μαυροκορδάτοι (Χιώτες με απώτερη γενοβέζικη καταγωγή), οι Καρατζάδες (καραμανλίδικης καταγωγής), στις οποίες αργότερα προστέθηκαν οι οικογένειες Γκίκα (βλαχικής και απώτερα αρβανίτικης καταγωγής), Καλλιμάχη (μολδαβικής καταγωγής), Υψηλάντη (ποντιακής καταγωγής), Μουρούζη (ποντιακής ή λαζικής καταγωγής), Χαντζερή, Σούτσου, Αργυρόπουλου, Αριστάρχη (αρμενικής καταγωγής), Χρυσόσκουλου, Ραγκαβή, Μαυρογένη, Σχινά, Μουσελίμη, Ρίζου και οι ιταλικής καταγωγής οικογένειες Νέγρη, Ροσέττου, Μάνου κλπ.Δύο ήταν οι φάσεις από τις οποίες πέρασαν όλες σχεδόν οι οικογένειες αυτές πριν μπουν στον κύκλο της φαναριώτικης κοινωνίας: η οικονομική άνοδος και η σύναψη συγγενικών από αγχιστεία δεσμών με κάποια από τις παλαιότερες φαναριώτικες οικογένειες. Ο στίβος στον οποίο κυρίως αναδείχθηκαν οικονομικά δεν ήταν πια η Πόλη, αλλά οι ημιανεξάρτητες παραδουνάβιες ηγεμονίες της Βλαχίας και της Μολδαβίας. Εκεί από τα τέλη του 16ου αι. συρρέουν πλήθος Έλληνες που επιδίδονται στο εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο, «ενοικιάζουν» κι εκμεταλλεύονται τελωνεία και ορυχεία ή παίρνουν αξιώματα στις ηγεμονικές αυλές του Βουκουρεστίου και του Ιασίου. Ήδη από τα μέσα του 17ου αι., έχοντας ημιεκρουμανιστεί, βλαστοί των Καντακουζηνών ανεβαίνουν στους ηγεμονικούς θρόνους των δύο αυτών ρουμανικών χωρών. Η φιλοδοξία εξάλλου των ντόπιων ηγεμόνων και βογιάρων να συνδεθούν με τη βυζαντινή παράδοση και η προθυμία τους να εξελληνιστούν –τουλάχιστον εξωτερικά– τους κάνει να δέχονται με περηφάνια στους κόλπους τους ως γαμπρούς και συνεργάτες τους ανήσυχους εκείνους επιγόνους του ελληνοβυζαντινού κόσμου. Όχι σπάνια επίσης ένας άσημης καταγωγής πλούσιος γαμπρός ήταν ευπρόσδεκτος από κάποια ξεπεσμένη οικονομικά φαναριώτικη οικογένεια, που αποκτούσε έτσι το αναγκαίο χρήμα για να ξανανεβεί στην επιφάνεια. Ωστόσο, η ενδογαμία μέσα στον στενό κύκλο των 15-20 φαναριώτικων οικογενειών ήταν ο κανόνας. Πέρα από τις δύο αυτές προϋποθέσεις (πλούτος και συγγενικοί δεσμοί), απαράβατος όρος για να μπει κανείς στη φαναριώτικη κοινωνία ήταν η (τυπική έστω) προσήλωσή του στην Ορθόδοξη Εκκλησία και η αποδοχή του ελληνικού τρόπου ζωής (στη φαναριώτικη βέβαια έκδοσή του, που ακριβέστερα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ελληνοβλαχο-τουρκική). Η ελληνική γλώσσα και παιδεία εξάλλου –όπως είχε διαμορφωθεί στα ελληνικά αστικά κέντρα του 18ου αι.– έτεινε αβίαστα να καλύψει ολόκληρη τη Βαλκανική. Εθνικές πάντως προκαταλήψεις δεν είχαν οι Φαναριώτες, αφού, όπως σημειώθηκε παραπάνω, η απώτερη καταγωγή ενός μεγάλου ποσοστού από τις φαναριώτικες οικογένειες δεν ήταν ελληνική. Αλλά ούτε και εθνικιστικές επιδιώξεις είχαν, όχι μόνο γιατί η ιδέα του εθνικού κράτους φανερώθηκε στην Ανατολή μόλις στα τέλη του 18ου αι., αλλά και γιατί, αν μπορούμε να μιλήσουμε για φαναριώτικη πολιτική ιδεολογία, αυτή απηχούσε μάλλον το οικουμενικό ιδεώδες του Βυζαντίου και το πρότυπο του πολυεθνικού κράτους.Κύριο επάγγελμα των Φαναριωτών ήταν η υπηρεσία τους σε ανώτερες διοικητικές θέσεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, γεγονός που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο προσδιορίζει την τάξη τους. Γι’ αυτό ως πρώτος πραγματικός Φαναριώτης θεωρείται ο Παναγιώτης Νικούσιος, ο οποίος το 1661 διορίστηκε Μέγας Διερμηνέας (ή Δραγομάνος) της Πύλης (κάτι σαν υπουργός Eξωτερικών). Ήταν ο πρώτος Έλληνας που ανέβαινε σε τόσο ψηλή θέση. Τον διαδέχθηκε (1673-1709) ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο σημαντικότερος εκπρόσωπος των Φαναριωτών και πνευματικός τους πατριάρχης. Από τότε και έως το 1821 όλοι σχεδόν οι Μεγάλοι Διερμηνείς της Πύλης ήταν Έλληνες, γόνοι των οικογενειών που μνημονεύτηκαν παραπάνω. Από το 1701 και μετά Έλληνες επίσης, από τον ίδιο κύκλο των Φαναριωτών, διορίζονται στο αξίωμα του Δραγομάνου του Στόλου (κάτι σαν υφυπουργός Nαυτιλίας), από το οποίο συχνά μεταπηδούσαν στο αξίωμα του Μεγάλου Διερμηνέα. Αλλά οι θέσεις που προσπόρισαν στους Φαναριώτες απροσδόκητη –για ραγιάδες– δύναμη, πλούτο και πανευρωπαϊκή φήμη ήταν εκείνες των ηγεμόνων της Βλαχίας και της Μολδαβίας. Ήδη από το 1709 στη Μολδαβία και από το 1715 στη Βλαχία διορίζονται από τον σουλτάνο ηγεμόνες οι γιοι και οι εγγονοί του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, οι οποίοι μαζί με διάφορα μέλη των σχεδόν εξελληνισμένων ντόπιων οικογενειών Ρακοβίτσα και Γκίκα εναλλάσσονται στους θρόνους των δύο ηγεμονιών έως το 1758. Έκτοτε, και έως το 1821, ο κύκλος των οικογενειών από τις οποίες προέρχονται οι ηγεμόνες των δύο παραδουνάβιων χωρών διευρύνεται συνέχεια, περιλαμβάνοντας νεότερες φαναριώτικες οικογένειες (Καλλιμάχη, Υψηλάντη, Καρατζά, Μουρούζη, Μαυρογένη, Σούτσου και Χαντζερή).Το αξίωμα του ηγεμόνα των παραδουνάβιων χωρών, όπως σχεδόν όλα τα αξιώματα στην Οθωμανική αυτοκρατορία, ήταν αντικείμενο παζαρεμάτων μεταξύ της Πύλης και των επίδοξων μνηστήρων. Κατακυρωνόταν τελικά από τον σουλτάνο στον πλειοδότη. Η διεφθαρμένη αυτή μέθοδος οδηγούσε σε θανάσιμους ανταγωνισμούς μεταξύ των ενδιαφερομένων, σε σκοτεινές δολοπλοκίες και σε ατέλειωτες δωροδοκίες προς τους Τούρκους αξιωματούχους, είτε από τον ίδιο τον ηγεμόνα για να κρατηθεί στην εξουσία είτε από τους αντιζήλους του για να τον ρίξουν. Η επισφαλής και εφήμερη αυτή θέση του ηγεμόνα ήταν επίσης η κύρια αιτία της σπουδής του να εισπράξει στο πολλαπλάσιο και στον συντομότερο δυνατό χρόνο το κεφάλαιο (συχνά δανεικό) που είχε καταβάλει για την απόκτηση του θρόνου. Πουλούσε λοιπόν κι αυτός με τη σειρά του τα πολυάριθμα αξιώματα της ηγεμονικής του αυλής, επέβαλλε εξοντωτικούς φόρους στους ντόπιους αγρότες και μικροϊδιοκτήτες κι επινοούσε διάφορους άλλους τρόπους εύκολου και σύντομου πλουτισμού. Η Υψηλή Πύλη δεν νοιαζόταν για τις διοικητικές αυτές μεθόδους, αφού ήταν η πρώτη διδάξασα. Συμφέρον της ήταν άλλωστε να αλλάζουν συχνά οι ηγεμόνες κι οι Διερμηνείς, για να εισπράττει αυτή το σχετικό αντίτιμο, και οι διάφοροι παράγοντες, βεζίρηδες και πασάδες να εισπράτουν το νέο κύμα φιλοδωρημάτων και πεσκεσίων. Γι’ αυτό συχνά εξασφάλιζε νέο πλειοδότη, ανακαλούσε τον προηγούμενο από τον ηγεμονικό θρόνο, κατηγορώντας τον συνήθως για μη τήρηση των υποχρεώσεών του έναντι της Πύλης ή ακόμα και για προδοσία. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση η ποινή ήταν θάνατος. Πραγματικά, από τους σαράντα πέντε συνολικά Φαναριώτες που ηγεμόνευσαν κατά την περίοδο 1709-1821 στη Βλαχία και στη Μολδαβία ή που ανέβηκαν στο αξίωμα του Μεγάλου Διερμηνέα, δώδεκα αποκεφαλίστηκαν, τρεις δραπέτευσαν στο εξωτερικό για να γλιτώσουν το κεφάλι τους, ενώ πολλοί άλλοι φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν ή είδαν την περιουσία τους να δημεύεται. Τι έκανε λοιπόν τους Φαναριώτες να επιδιώκουν με τόσο πάθος τις επικίνδυνες αυτές θέσεις; Πρώτα από όλα η δίψα για δύναμη και για χρήμα, κι έπειτα η επιθυμία κοινωνικής προβολής, η αγάπη για τη χλιδή και τη μεγαλοπρέπεια και, τέλος, η οικογενειακή παράδοση: ένας Φαναριώτης προετοιμαζόταν για την επικίνδυνη αυτή σταδιοδρομία από τα παιδικά του ήδη χρόνια, σπουδάζοντας με επιμέλεια, ιδίως ξένες γλώσσες, μυούμενος στην πολυδαίδαλη εθιμοτυπία και νοοτροπία των Τούρκων και διαμορφώνοντας γενικά τον ιδιότυπο εκείνο φαναριώτικο χαρακτήρα του ραγιά, σατράπη και τζέντλεμαν συγχρόνως. Άλλωστε, πέρα από τις θέσεις αυτές (του ηγεμόνα ή του αξιωματούχου στις παραδουνάβιες χώρες, του Διερμηνέα της Πύλης ή του Στόλου ή τουλάχιστον του οφικιαλίου της πατριαρχικής αυλής) ένας καθωσπρέπει Φαναριώτης το πολύ πολύ που μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του ήταν, αν είχε τα προσόντα, να ασκήσει το επάγγελμα του προσωπικού γιατρού κάποιου βεζίρη ή πασά. Όταν τον καθαιρούσαν από τις θέσεις αυτές, ζούσε τοκίζοντας τα εισοδήματα των κτημάτων του. Σε περίπτωση που δημευόταν η περιουσία του, το πατριαρχείο αναλάμβανε τη συντήρηση εκείνου και της οικογένειάς του μέχρι να του δοθεί η ευκαιρία να ξαναβρεθεί στα πράγματα. Γιατί η καθαίρεση από ένα αξίωμα –ακόμα και για σοβαρά παραπτώματα– δεν συνεπαγόταν ισόβιο αποκλεισμό από τη δημόσια ζωή. Ο Κωνσταντίνος Μαυροκορδάτος π.χ. δέκα φορές ανέβηκε στον ηγεμονικό θρόνο και ισάριθμες καθαιρέθηκε για διάφορες αιτίες.Για τα ήθη, τον ιδιωτικό και τον δημόσιο βίο των Φαναριωτών, ιδίως για την πολιτεία τους ως ηγεμόνων στις ρουμανικές χώρες, διατυπώθηκαν από ιστορικούς και άλλους οι πιο αντίθετες απόψεις. Ρουμάνοι ιδίως ιστορικοί του περασμένου αιώνα κατηγόρησαν τους Φαναριώτες για διοικητική φαυλότητα, για εξοντωτική οικονομική απομύζηση των υπηκόων τους και για συστηματική προσπάθεια εξελληνισμού του ρουμανικού λαού. Οι δύο πρώτες κατηγορίες δεν είναι αβάσιμες, αν και δεν βαρύνουν εξίσου όλους τους Φαναριώτες ηγεμόνες. Παραβλέπεται όμως το γεγονός ότι η φαύλη διοίκηση, η καταπίεση και η οικονομική εκμετάλλευση του ρουμανικού λαού δεν εμφανίστηκαν στις ηγεμονίες το 1709 ή το 1715, όταν άρχισαν να κυβερνούν τις χώρες εκείνες οι Φαναριώτες, ούτε εξαφανίστηκαν το 1821, όταν τους Φαναριώτες διαδέχθηκαν ντόπιοι ηγεμόνες. Όσο για την τρίτη κατηγορία, της απόπειρας εξελληνισμού των Ρουμάνων, είναι αστήριχτη, όχι μόνο γιατί οι Φαναριώτες δεν είχαν εθνικιστικές επιδιώξεις, αλλά και γιατί η διείσδυση της ελληνικής γλώσσας και παιδείας στη ρουμανική αστική τάξη και στους κύκλους των βογιάρων είχε αρχίσει πολύ πριν από τη φαναριώτικη περίοδο. Κι αξίζει να σημειωθεί ότι τελικά οι Ρουμάνοι που εξελληνίστηκαν ήταν πολύ λιγότεροι από τους Έλληνες που εκρουμανίστηκαν, ιδίως μετά το 1821. Σήμερα, μπορεί να μην δικαιώνεται η πολιτεία των Φαναριωτών στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, τουλάχιστον όμως αιτιολογείται ιστορικά. Πρέπει να εξαρθεί πάντως η συμβολή τους στη διάδοση της παιδείας –όχι μόνο της ελληνικής, αλλά και της ρουμανικής– σε όλες τις μορφές: σχολεία, τυπογραφεία, μεταφράσεις και εκδόσεις βιβλίων, ενίσχυση λογίων, θέατρο –για πρώτη φορά στην οθωμανική επικράτεια–, εισαγωγή της διδασκαλίας των φυσικομαθηματικών, των ξένων γλωσσών, ιδίως της γαλλικής. Ουσιαστικά δηλαδή οι Φαναριώτες ήταν οι κύριοι ενισχυτές και σε έναν βαθμό οι φορείς του ευρωπαϊκού διαφωτισμού στον βαλκανικό χώρο έως το 1790 τουλάχιστον. Το πνεύμα του διαφωτισμού επίσης απηχούν οι προσπάθειες ορισμένων Φαναριωτών να εφαρμόσουν τις αρχές της πεφωτισμένης δεσποτείας στις ηγεμονίες τους. Ο Κωνσταντίνος Μαυροκορδάτος π.χ. επιχείρησε να καταργήσει τη δουλεία. Άλλοι αναθεώρησαν την ισχύουσα νομοθεσία σε ανθρωπιστικότερες βάσεις. Είναι αλήθεια βέβαια ότι μετά το 1789, τρομοκρατημένοι από τη διάδοση των συνθημάτων της Γαλλικής επανάστασης, οι Φαναριώτες δυσπιστούν ή αποκηρύσσουν τις νέες ιδέες και τρέπονται στη συντήρηση ή στην αντίδραση· ας μην ξεχνάμε όμως ότι με τον ίδιο τρόπο αντέδρασαν και άλλοι πεφωτισμένοι ηγεμόνες της Ευρώπης.Σημείο αμφιλεγόμενο επίσης ήταν και είναι ο ρόλος και η θέση των Φαναριωτών στην ιστορία του αναγεννώμενου ελληνισμού, της Επανάστασης του 1821 και μετέπειτα. Οι πρώτες κρίσεις που διατυπώθηκαν ήταν καταδικαστικές: για τον Ανώνυμο συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας (1806), οι Φαναριώτες είναι «οι βρωμοάρχοντες της Κωνσταντινούπολης»· στα ίδια χρόνια ο στιχουργός του Ρωσσαγγλογάλλου βάζει στο στόμα ενός Φαναριώτη την απερίφραστη δήλωση: «Της Ελλάδος η λευθεριά εις εμέ είναι πτωχεία». Αργότερα ο Κοραής με απανωτές εγκυκλίους του θα προειδοποιήσει τους επαναστατημένους Έλληνες ότι οι «Τουρκοπρίγκιπες» του Φαναριού βυσσοδομούν, είτε για να πετύχουν συμβιβασμό με την Πύλη και να ανακηρυχτεί η ελευθερωμένη Ελλάδα φόρου υποτελής επαρχία του σουλτάνου με ηγεμόνα Φαναριώτη είτε για να φέρουν από την Ευρώπη βασιλιά, του οποίου βέβαια αυτοί θα είναι οι αυλικοί κι οι σύμβουλοι. Αλλ’ ούτε κι ο Μακρυγιάννης έχει καλή ιδέα για τους Φαναριώτες, «τους δουλευτήδες των Τούρκων». Ωστόσο δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς τη συμβολή των αδελφών Υψηλάντη και του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου στην Επανάσταση (αν και οι δύο πρώτοι, μεγαλωμένοι στη Ρωσία, ελάχιστα εκπροσωπούν την τάξη των Φαναριωτών). Αργότερα, μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους, όταν το κίνημα του διαφωτισμού –δεμένο πάντα με τη δημοκρατική παράδοση– υποχωρεί, και προπάντων όταν η Μεγάλη Ιδέα αρχίζει να κυριαρχεί στην πολιτική και πνευματική ζωή του τόπου, οι Φαναριώτες θα «αποκατασταθούν» ιστορικά και θα τιμηθούν ως απόστολοι του ελληνισμού και προφήτες της Μεγάλης αυτής Ιδέας. Στην αποκατάσταση αυτή συμβάλλουν φυσικά κι οι Φαναριώτες που έχουν στο μεταξύ εγκατασταθεί στην Αθήνα (Μαυροκορδάτοι, Καντακουζηνοί, Καρατζάδες, Σούτσοι, Ρίζοι, Ραγκαβήδες, Νέγρηδες) και επηρεάζουν σημαντικά την κοινωνική και πνευματική ζωή του νεοσύστατου κράτους.Aνεξάρτητα όμως από τη θετική ή αρνητική τους συνεισφορά στο έθνος και πέρα από την ηθική αποτίμηση των πράξεών τους, οι Φαναριώτες αποτέλεσαν –μετά τους κλεφταρματολούς ίσως– το πιο δυναμικό και ζωντανό κύτταρο του νέου ελληνισμού, του οποίου η τριών ή τεσσάρων αιώνων χαυνωτική δουλεία δεν μπόρεσε να του ναρκώσει τη θέληση να ζήσει και να αγωνιστεί με όλα τα μέσα για μια καλύτερη τύχη.
Στα δοχεία αυτά του οικουμενικού πατριαρχείου τοποθετείται το άγιο μύρο, του οποίου η παρασκευή αρχίζει την Κυριακή των Βαΐων, για να δοθεί στους εκπροσώπους της ορθοδοξίας μετά τη λειτουργία της Μ. Πέμπτης (φωτ. ΑΠΕ).
Στη φωτογραφία, εικονίζεται ο οικουμενικός πατριάρχης Βαρθολομαίος κατά την επίσκεψή του, τον Ιούνιο του 2002, στον μητροπολιτικό ναό Αγίου Μηνά στο Ηράκλειο Κρήτης (φωτ. ΑΠΕ).
Φωτογραφία από τη σύναξη των ιεραρχών στο Φανάρι, το 2002, παρουσία του οικουμενικού πατριάρχη Βαρθολομαίου (φωτ. ΑΠΕ).
Φωτογραφία, που εικονίζει το κτίριο του οικουμενικού πατριαρχείου στο Φανάρι, μετά την ανακαίνισή του το 1989 (φωτ. ΑΠΕ).
IIΜερική άποψη του οικουμενικού πατριαρχείου στην ιστορική συνοικία Φανάρι της Κωνσταντινούπολης (φωτ. ΑΠΕ).
Όνομα 5 οικισμών.1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ.), στην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (14 τ. χλμ.) και βρίσκεται BΔ και κοντά στην Ανδρίτσαινα.2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (14 τ. χλμ.).3. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.) στην πρώην επαρχία Ικαρίας του νομού Σάμου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Κηρύκου.4. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ.) του νομού Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χρυσόπετρας.5. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (18 τ. χλμ.).Το χωριό Φανάρι του νομού Καρδίτσας.
* * *το / φανάριον, ΝΜνεοελλ.1. υαλόφρακτο σκεύος μέσα στο οποίο τοποθετείται για προφύλαξη η φωτεινή πηγή, φανός2. (ειδικά) μέσο φωτισμού τών δρόμων3. (κν. ονομ.) καθένας από τους φανούς τού αυτοκινήτου («μού 'σπασε το αριστερό φανάρι»)3. μικρός και φορητός ηλεκτρικός φανός, φακός4. ναυτ. α) φανός στην ξηρά ή πάνω σε ύφαλο που χρησιμεύει για καθοδήγηση τών ναυτιλλομένων, μικρός φάροςβ) είδος καρυόκομβου5. ο σηματοδότης για τη ρύθμιση τής οδικής κυκλοφορίας6. (παλαιότερα) κρεμαστό σκεύος από λεπτό συρματόπλεγμα κατάλληλο για τη φύλαξη και διατήρηση τών τροφίμων7. ως κύριο όν. Φανάρισυνοικία τής Κωνσταντινουπόλεως στη νότια παραλία τού Κερατίου, η οποία πήρε την ονομασία της από τον φάρο που υπήρχε στην αποβάθρα τού λιμανιού της και η οποία μετά την Άλωση παραχωρήθηκε στους Έλληνες, όπου το 1603 εγκαταστάθηκε και το Πατριαρχείο, γεγονός που οδήγησε στην ανάδειξή της σε θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο τής Ορθοδοξίας και τού ελληνισμού8. φρ. α) «φανάρι τής κόφας»ναυτ. ο επιθωράκιος φανός τών πλοίωνβ) «το φανάρι τού Διογένη»(στην Αθήνα) το αρχαίο χορηγικό μνημείο τού Λυσικράτουςγ) «έγινε φανάρι»μτφ. αδυνάτησε υπερβολικάδ) «κρατάει το φανάρι»μτφ. βοηθάει έμμεσα ή παρευρίσκεται στις ερωτικές δραστηριότητες κάποιου άλλουε) «ψάχνω με το φανάρι»μτφ. ερευνώ επισταμέναστ) «είναι φως φανάρι» — είναι ολοφάνερομσν.(με υποκορ. σημ.) μικρός φανός.[ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) «πυρσός» + υποκορ. κατάλ. -άρι(ον) (πρβλ. παιδ-άριον)].
Dictionary of Greek. 2013.